ξοπίσω
(επίρρ.)
ξοπίσου
[ksoˈpisu]
Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ.
ξουπίσου
[ksuˈpisu]
Σατ.
Από το αρχ. επίρρ. ἐξοπίσω.
1. Ξανά πίσω
ό.π.τ.
:
Πήγεν πάγασεν το θάλι ξοπίσου
(Πήρε την πέτρα ξανά πίσω)
Φάρασ.
-Dawk.
Θέ μου, δώτσ̑ε μες πουά χρόνες! Έπαρ' τα δεκαπέντε ξοπίσου
(Θεέ μου, μου έδωσες πολλά χρόνια! Πάρε πίσω τα δεκαπέντε)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Πααίνκαν ση Άδανα, θερίσκαν τσ̑αι 'υρισκούσαν ξοπίσου
(Πήγαιναν στα Άδανα, θέριζαν και γύριζαν πίσω)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Παροιμ.
Το ποτάμι του σ̑οτρά’ 'μbρό, ξοπίσου τζ̑ο 'υρίζεται
(Το ποτάμι που χύνεται μπροστά, πίσω δεν γυρίζει˙ Για πράξεις ή γεγονότα που έχουν γίνει και είναι αδύνατον να ακυρωθούν ή να αλλάξουν αποτέλεσμα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Λάφα θάλα κόντ'σις, ξοπίσου τσ̑ο 'υριέντι
(Λόγια (σκληρά σαν) πέτρες πέταξες, πίσω δεν γυρίζουν˙ πρέπει κανείς να προσέχει τι λέει, γιατί οι προσβολές δύσκολα ξεχνιούνται)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
2. Από πίσω, ακολουθώντας
Φάρασ.
:
Παρπάτ'σαν, σα μπρον τη μερα̈́ ο λύκος, τσ̑αι ξοπίσου του ο τσ̑αχάλ’
(Περπάτησαν, μπροστά ο λύκος, και ξοπίσω του το τσακάλι)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Συνών.
αποπίσω, κατόπισα