ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ξοπίσω (επίρρ.) ξοπίσου [ksoˈpisu] Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ. ξουπίσου [ksuˈpisu] Σατ. Από το αρχ. επίρρ. ἐξοπίσω.
1. Ξανά πίσω ό.π.τ. : Πήγεν πάγασεν το θάλι ξοπίσου (Πήρε την πέτρα ξανά πίσω) Φάρασ. -Dawk. Θέ μου, δώτσ̑ε μες πουά χρόνες! Έπαρ' τα δεκαπέντε ξοπίσου (Θεέ μου, μου έδωσες πολλά χρόνια! Πάρε πίσω τα δεκαπέντε) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Πααίνκαν ση Άδανα, θερίσκαν τσ̑αι 'υρισκούσαν ξοπίσου (Πήγαιναν στα Άδανα, θέριζαν και γύριζαν πίσω) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Παροιμ. Το ποτάμι του σ̑οτρά’ 'μbρό, ξοπίσου τζ̑ο 'υρίζεται (Το ποτάμι που χύνεται μπροστά, πίσω δεν γυρίζει˙ Για πράξεις ή γεγονότα που έχουν γίνει και είναι αδύνατον να ακυρωθούν ή να αλλάξουν αποτέλεσμα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Λάφα θάλα κόντ'σις, ξοπίσου τσ̑ο 'υριέντι (Λόγια (σκληρά σαν) πέτρες πέταξες, πίσω δεν γυρίζουν˙ πρέπει κανείς να προσέχει τι λέει, γιατί οι προσβολές δύσκολα ξεχνιούνται) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr.
2. Από πίσω, ακολουθώντας Φάρασ. : Παρπάτ'σαν, σα μπρον τη μερα̈́ ο λύκος, τσ̑αι ξοπίσου του ο τσ̑αχάλ’ (Περπάτησαν, μπροστά ο λύκος, και ξοπίσω του το τσακάλι) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Συνών. αποπίσω, κατόπισα