αποπίσω
(επίρρ.)
αποπίσω
[apoˈpiso]
Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ.
αποπίσου
[apoˈpisu]
Φάρασ.
απουπίσου
[apuˈpisu]
Μαλακ.
οποπίσω
[opoˈpiso]
Σίλ.
οπαπίσω
[opaˈpiso]
Σίλ.
'ποπίσου
[poˈpisu]
Φάρασ.
απαπίσω
[apaˈpiso]
Ουλαγ., Τελμ.
'πιπέσ'
[pιˈpes']
Φάρασ.
Από το μεσν. επίρρ. ἀποπίσω, το οπ. από την συνεκφ. της αρχ. πρόθ. άπὸ και του αρχ. επιρρ. ὀπίσω. Ο τύπ. αποπίσου νεότ.
1. Από το πίσω μέρος
ό.π.τ.
:
Eρχούνdουνε 'ποπίσου μου α λύκος, δώκα τα πιτούνι το ψωμί, πλερώθη· πάλι έρτσ̑εται αποπίσου μου
(Ερχόταν ένας λύκος από πίσω μου, του έδωσα όλο το ψωμί, τέλειωσε· πάλι έρχεται από πίσω μου)
Φάρασ.
-Dawk.
Ντο κορίσ̑' απαπίσω τ' γιαβάσ̑α γιαβάσ̑α πήε
(Το κορίτσι πήγε πίσω της σιγά-σιγά)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Τρέχνω αποπίσω τ’ να το πιάσω
(Τρέχω από πίσω του να τον πιάσω)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Φρ.
’ποπίσου τ’ς κρουν γκωδὠνε
(Από πίσω της χτυπούν κουδούνια˙ για γυναίκα την οποία κακολογούν)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
καταπόδι, κατόπισα, ξοπίσω
2. Πίσω
ό.π.τ.
:
Απαπίσω χώρ'σε ντο κορίτσ̑' ήτον
(Είχε δει το κορίτσι (που ήταν) πίσω του)
Ουλαγ.
-Dawk.
|| Φρ.
Οποπίσω τ' ένι
(Πίσω του είναι˙ Ο δεύτερος στην σειρά)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
οπισινού, οπίσω :1