απομεινός
(επίθ.)
'πομεινό
[pomiˈno]
Φάρασ.
Πληθ.
'πομεινά
[pomiˈna]
Αφσάρ., Φάρασ., Φκόσ.
'πεμεινά
[pemiˈna]
Φάρασ.
Aπό το ρ. απομένω (θ. αορ. απομειν-) και το παραγωγ. επίθμ. -ινός κατά το υστερινός, και με απλολ. της συλλαβής -νι-.
1. Κυρίως στον πληθ., οι υπόλοιποι, οι άλλοι
ό.π.τ.
:
Τα 'πομεινά μου οι αδελφάδες
(Οι υπόλοιπες αδελφές μου)
Φάρασ.
-Dawk.
Τα 'πομεινά οι νομάτοι
(Οι υπόλοιποι άνθρωποι)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Το 'πομεινό τ’ ασκέρι
(Το υπόλοιπο στράτευμα)
Φάρασ.
-Dawk.
Το φσ̑όκ-κο καθούτουν σα 'πομεινά του φσ̑οκ-κίουν ντα ποράδε
(Το παιδί καθόταν στα πόδια των άλλων παιδιών)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Τα ’πεμεινά του χωριού τα φσ̑όκκα πα’αίνκαν σα ρουσία
(Τα άλλα τ’ αγοράκια του χωριού πήγαιναν στα βουνά)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-CD
Τα 'πομεινά οι χωρώτοι πήραν ντα σα σέρα, κουπάν'σαν ντα
(Οι άλλοι χωριάτες τον έπιασαν στα χέρια τους, τον έδειραν)
Αφσάρ.
-Παπαδ.
Πήε σα 'πομεινά τις κόρες του κονdά
(Πήγε στις άλλες κόρες του)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Συνών.
άλλος
2. Και απολύτως, οι άλλοι
ό.π.τ.
:
Ήτουν τζ̑αι α νύφη σο χωρίο μας, πολύ ναμουσλούς, χετς τζ̑ο τρώγκιν μο τα 'πομεινά 'ντάμα!
(Ήταν και μιά νύφη στο χωριό μας, πολύ σεμνή, ποτέ δεν έτρωγε μαζί με τους άλλους!)
Φάρασ.
-Παπαδ.