ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

απομεινός (επίθ.) 'πομεινό [pomiˈno] Φάρασ. Πληθ. 'πομεινά [pomiˈna] Αφσάρ., Φάρασ., Φκόσ. 'πεμεινά [pemiˈna] Φάρασ. Aπό το ρ. απομένω (θ. αορ. απομειν-) και το παραγωγ. επίθμ. -ινός κατά το υστερινός, και με απλολ. της συλλαβής -νι-.
1. Κυρίως στον πληθ., οι υπόλοιποι, οι άλλοι ό.π.τ. : Τα 'πομεινά μου οι αδελφάδες (Οι υπόλοιπες αδελφές μου) Φάρασ. -Dawk. Τα 'πομεινά οι νομάτοι (Οι υπόλοιποι άνθρωποι) Φάρασ. -Ανδρ. Το 'πομεινό τ’ ασκέρι (Το υπόλοιπο στράτευμα) Φάρασ. -Dawk. Το φσ̑όκ-κο καθούτουν σα 'πομεινά του φσ̑οκ-κίουν ντα ποράδε (Το παιδί καθόταν στα πόδια των άλλων παιδιών) Φάρασ. -Ανδρ. Τα ’πεμεινά του χωριού τα φσ̑όκκα πα’αίνκαν σα ρουσία (Τα άλλα τ’ αγοράκια του χωριού πήγαιναν στα βουνά) Φάρασ. -ΚΜΣ-CD Τα 'πομεινά οι χωρώτοι πήραν ντα σα σέρα, κουπάν'σαν ντα (Οι άλλοι χωριάτες τον έπιασαν στα χέρια τους, τον έδειραν) Αφσάρ. -Παπαδ. Πήε σα 'πομεινά τις κόρες του κονdά (Πήγε στις άλλες κόρες του) Φάρασ. -Ανδρ. Συνών. άλλος
2. Και απολύτως, οι άλλοι ό.π.τ. : Ήτουν τζ̑αι α νύφη σο χωρίο μας, πολύ ναμουσλούς, χετς τζ̑ο τρώγκιν μο τα 'πομεινά 'ντάμα! (Ήταν και μιά νύφη στο χωριό μας, πολύ σεμνή, ποτέ δεν έτρωγε μαζί με τους άλλους!) Φάρασ. -Παπαδ.