απόλυση
(ουσ. θηλ.)
απόλυση
[aˈpolisi]
Δίλ.
απόλυσ̑η
[aˈpoliʃi]
Αραβαν.
'πέλυσ̑η
[ˈpeliʃi]
Φλογ.
Από το αρχ. ουσ. ἀπόλυσις. Η λ. από την λόγ. παράδ.
Λήξη της Θείας Λειτουργίας
ό.π.τ.
:
Παπούς δώκ' 'πέλυσ̑η
(Ο παπάς έκανε την απόλυση)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361