ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

απόλυση (ουσ. θηλ.) απόλυση [aˈpolisi] Δίλ. απόλυσ̑η [aˈpoliʃi] Αραβαν. 'πέλυσ̑η [ˈpeliʃi] Φλογ. Από το αρχ. ουσ. ἀπόλυσις. Η λ. από την λόγ. παράδ.
Λήξη της Θείας Λειτουργίας ό.π.τ. : Παπούς δώκ' 'πέλυσ̑η (Ο παπάς έκανε την απόλυση) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361