απομπρός
(επίρρ.)
απομbρό
[apomˈbro]
Μαλακ., Φλογ.
'πομbρό
[pomˈbro]
Φάρασ.
ανομbρό
[anomˈbro]
Αραβαν.
Από το μεσν. επίρρ. ἀπομπρός, το οπ. από την συνεκφορά της πρόθ. απὸ και του επιρρ. εμπρός. Ο τύπ. ανομbρό με ανομ. χειλ.
Από μπροστά
ό.π.τ.
:
Ανομbρό πέρνασε ένα καμήλ'
(Από μπροστἀ πέρασε μία καμήλα)
Αραβαν.
-Dawk.
Απομbρό παιρπαίν'νε και εgεί το αστενάρ'
(Μπροστά από όλο τον κόσμο περνάνε και εκείνο τον άρρωστο)
Φλογ.
-Dawk.
'ς σε πάρει ο δι-έβος 'πομbρό μου!
(Να σε πάρει ο διάολος από μπροστά μου!)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.