ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

απομπρός (επίρρ.) απομbρό [apomˈbro] Μαλακ., Φλογ. 'πομbρό [pomˈbro] Φάρασ. ανομbρό [anomˈbro] Αραβαν. Από το μεσν. επίρρ. ἀπομπρός, το οπ. από την συνεκφορά της πρόθ. απὸ και του επιρρ. εμπρός. Ο τύπ. ανομbρό με ανομ. χειλ.
Από μπροστά ό.π.τ. : Ανομbρό πέρνασε ένα καμήλ' (Από μπροστἀ πέρασε μία καμήλα) Αραβαν. -Dawk. Απομbρό παιρπαίν'νε και εgεί το αστενάρ' (Μπροστά από όλο τον κόσμο περνάνε και εκείνο τον άρρωστο) Φλογ. -Dawk. 'ς σε πάρει ο δι-έβος 'πομbρό μου! (Να σε πάρει ο διάολος από μπροστά μου!) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ.