αποσώνω
(ρ.)
αποσώνω
[apoˈsono]
Σινασσ.
’πεσώνω
[peˈsono]
Φάρασ.
Παρατατ.
’πεσώνκα
[peˈsoŋka]
Φάρασ.
Αόρ.
απόσωσα
[aˈpososa]
Σινασσ.
’πέσωσα
[ˈpesosa]
Φάρασ.
Νεότ. ρ. άποσώνω, το οπ. από το αρχ. ρ. ἀποσῴζω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ώνω.
1. Αποτελειώνω, συμπληρώνω κάτι το οπ. λείπει
ό.π.τ.
:
Ήταν τζαγό παρακάτω και το απόσωσα
(Ήταν λίγο παρακάτω και το συμπλήρωσα)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Φρ.
Αποσώνω λόγια
(Αποτελειώνω τα λόγια˙ ανταπαντώ)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
γετιρντίζω, κεφαλώνω
2. Προφταίνω
Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
Αμα τζ̑ο 'πεσώσ' να υπάς σο μέγον ντο τσουβάιδι, να 'πνώσεις σου Χούνναρη το σπήλο
(Αν δεν προφτάσεις να πας στο μεγάλο ρέμα, να κοιμηθείς στην σπηλιά του Χούνναρη ˙ όταν δεν έχει την δύναμη ή τα μέσα για να πραγματοποιήσεις έναν μεγάλο στόχο, περιορίσου σε μικρότερους στόχους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
αποσώνω :2, γετίζω, γετιστιρντίζω, καταφτάνω, ουλαστίζω, συφτάνω