ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αποσώνω (ρ.) αποσώνω [apoˈsono] Σινασσ. ’πεσώνω [peˈsono] Φάρασ. Παρατατ. ’πεσώνκα [peˈsoŋka] Φάρασ. Αόρ. απόσωσα [aˈpososa] Σινασσ. ’πέσωσα [ˈpesosa] Φάρασ. Νεότ. ρ. άποσώνω, το οπ. από το αρχ. ρ. ἀποσῴζω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ώνω.
1. Αποτελειώνω, συμπληρώνω κάτι το οπ. λείπει ό.π.τ. : Ήταν τζαγό παρακάτω και το απόσωσα (Ήταν λίγο παρακάτω και το συμπλήρωσα) Σινασσ. -Αρχέλ. || Φρ. Αποσώνω λόγια (Αποτελειώνω τα λόγια˙ ανταπαντώ) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. γετιρντίζω, κεφαλώνω
2. Προφταίνω Φάρασ. : || Παροιμ. Αμα τζ̑ο 'πεσώσ' να υπάς σο μέγον ντο τσουβάιδι, να 'πνώσεις σου Χούνναρη το σπήλο (Αν δεν προφτάσεις να πας στο μεγάλο ρέμα, να κοιμηθείς στην σπηλιά του Χούνναρη ˙ όταν δεν έχει την δύναμη ή τα μέσα για να πραγματοποιήσεις έναν μεγάλο στόχο, περιορίσου σε μικρότερους στόχους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. αποσώνω :2, γετίζω, γετιστιρντίζω, καταφτάνω, ουλαστίζω, συφτάνω