αποφορτώνω
(ρ.)
'ποφορτώνω
[poforˈtono]
Φάρασ., Φκόσ.
Παθ.
'ποφορτούμαι
[poforˈtume]
Φάρασ.
Από το μεσν. ρ. ἀποφορτώνω.
Ξεφορτώνω
ό.π.τ.
:
'ποφόρτωσ' το βορντώνι
(Ξεφόρτωσε το μουλάρι)
Φκόσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ371
Ήρτεν σο σπίτι, 'ποφόρτωσεν το γαϊρίδι
(Ήρθε στο σπίτι, ξεφόρτωσε το γαϊδούρι)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Συνών.
κατεβάζω