αποταχύ
(επίρρ.)
αποτασ̑ύς
[apotaˈʃis]
Ποτάμ.
αποταχιά
[apotaʹça]
Τελμ.
Από το μεσν. επίρρ. ἀποταχύ = πρωί, με τελικό -ς αναλογ. προς άλλα χρον. επιρρ. που λήγουν σε -ς.
Το πρωί
:
Αποτασ̑ύς πάλι πήγεν
(Πάλι πήγε το πρωί)
Ποτάμ.
-Dawk.
|| Ασμ.
Και μη στοιχειώσιτ’ ορφανό μήτε ξένο μη διαβάτη,
παρά του μαστόρη την ωριά την γυναίκα,
πο ’ρχεται αργά απόταχια, πο ’ρχεται αργά και το γεύμα (Nα μην στοιχειώσετε ορφανό, ούτε ξένο, ούτε περαστικό,
παρά την ωραία γυναίκα του μάστορα
που έρχεται αργά το πρωί, που έρχεται αργά και το μεσημέρι) Τελμ. -Αινατζ. Συνών. ανάτις :2, αυγίτσα, αυγόπουρνα, σαμπαχλαϊνά, σάμπαχτα
παρά του μαστόρη την ωριά την γυναίκα,
πο ’ρχεται αργά απόταχια, πο ’ρχεται αργά και το γεύμα (Nα μην στοιχειώσετε ορφανό, ούτε ξένο, ούτε περαστικό,
παρά την ωραία γυναίκα του μάστορα
που έρχεται αργά το πρωί, που έρχεται αργά και το μεσημέρι) Τελμ. -Αινατζ. Συνών. ανάτις :2, αυγίτσα, αυγόπουρνα, σαμπαχλαϊνά, σάμπαχτα