ανάτις
(επίρρ.)
ανάτις
[aˈnatis]
Μισθ., Τσαρικ.
Αγν. ετύμ.
1. Με γεν. που προηγείται, δηλώνει την παραμονή εορτής
Μισθ.
:
Γιορντανιού ανάτις ψήνουμ' κόλλ'φα
(Παραμονή των Φώτων ψήνουμε κόλλυβα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Τ' Άι-Βασιλιού ανάτις κλώισ̑καν 'ς τα σπίτια
(Την παραμονή της πρωτοχρονιάς γύριζαν στα σπίτια, ενν. για τα κάλαντα)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
Τ' ανάτις
(Την παραμονή)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
παραμονή
2. Ως επίρρ., το πρωί
:
Σήμερα ανάτις
(Σήμερα το πρωί)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
Συνών.
ανάτις :2, αποταχύ, αυγίτσα, αυγόπουρνα, σαμπαχλαϊνά, σάμπαχτα