ανάφτω
(ρ.)
ανάφτου
[aˈnaftu]
Μισθ.
'νάφτω
[ˈnafto]
Σίλ.
ανάβου
[aˈnavu]
Σίλ.
Παρατατ.
αναφτινόσκα
[anaftiˈnoska]
Σίλ.
Αόρ.
άναψα
[ˈanapsa]
Αξ., Ποτάμ.
Αόρ.
ναφτήνκα
[naˈftinka]
Τσουχούρ.
Μτχ.
αναμμένο
[anaˈmeno]
Αξ.
Μεσν. ἀνάφτω από το ρ. ἀνάπτω.
Ανάβω, βάζω φωτιά
ό.π.τ.
:
'νάφτου τση νισ̑ά
(Ανάβω την φωτιά)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Α κόρη μου, νόμας αμπινdζ̑ά δύο ξύ'α, ν’ ανάψω τη νιστία
(Kόρη μου δώσε μου δύο ξύλα αποκεί πέρα να ανάψω φωτιά)
Φάρασ.
-Dawk.
Ζορμόν’σαμ’ να τ’ ανάψουμε
(Λησμονήσαμε να το ανάψουμε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Αναμμένον ντο φούρνο
(Αναμμένο τον φούρνο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
'ναφτείνκιν το τσ̑ερί του
(Άναψε το κερί του)
Τσουχούρ.
-VLACH
Σηκούταμεστε πρωί πρωί το Μεγάλο Παρασκευή και πήγαιναμ', σκούπιζαμ', πεγάσκαμ' λάδι για ν' ανάψωμ' τα κανδήλια
(Σηκωνόμαστε πρωί πρωί την Μ. Παρασκευή και πηγαίναμε, σκουπίζαμε, πηγαίναμε λάδι για να ανάψουμε τα καντήλια)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
σ̑'κώχαν, άναψαν το φούρνο
(Σηκώθηκαν, άναψαν το φούρνο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
άφτω, ντουντουρτίζω