αναφαγά
(ουσ. θηλ.)
ναφαγά
[nafaˈɣa]
Δίλ., Μαλακ., Φλογ.
αναφαγά
[anafaˈɣa]
Αξ.
Πληθ.
αναφαγάδια
[anafaˈɣaðʝa]
Ανακ.
ναφαγάϊα
[nafaˈɣaja]
Δίλ.
Από το τουρκ. ουσ. nafaka, όπου και διαλεκτ. τύπ. nafağa = α) προμήθειες, εφόδια β) διατροφή προς διαζευγμένη σύζυγο. Ο τύπ. αναφαγά με προθετ. α- πιθ. αναλογ. από το πρόθμ. ανα- και παρετυμολ. προς το ουσ. φαγί-φαγητό. Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ. με τον τύπ. αναφακάς.
1. Προμήθειες
ό.π.τ.
:
Ένα μηνού αναφαγά
(Προμήθειες ενός μηνός)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Να κόψει τα γιορόνια τα πρόγατα και να τα κάν’ ετλίκια, να κάν’ σο σπίτι τ’ χειμωνικό το ναφαγά
(Να σφάξει τα γέρικα τα πρόβατα και να τα κάνει παστουρμά, να φτιάξει για το σπίτι χειμωνιάτικες προμήθειες)
Φλογ.
-ΚΜΣ-ΚΠ190α
Συνών.
κισιλίχι
2. Φαγητό, τροφή
Αξ.
:
’ς το γιαζί που παίσκαμ’ είχαμ’ τα αναφαγά μας 'ς το σοφρά
(Στην ύπαιθρο που πηγαίναμε είχαμε τα φαγητά μας μέσα στην πετσέτα)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
Συνών.
γεγετσέκια :2, γεμέκι, ζουμί :3, μάντζα, γατίχι
Τροποποιήθηκε: 20/03/2025