αναφαγά
(ουσ. θηλ.)
ναφαγά
[nafaˈɣa]
Δίλ., Μαλακ., Φλογ.
αναφαγά
[anafaˈɣa]
Αξ.
Πληθ.
αναφαγάδια
[anafaˈɣaðʝa]
Ανακ.
ναφαγάια
[nafaˈɣaja]
Δίλ.
Από το τουρκ. ουσ. nafaka = α) προμήθειες, εφόδια β) διατροφή προς διαζευγμένη σύζυγο, όπου και διαλεκτ. τύπ. nafağa, Ο τύπ. αναφαγά με προθετ. α- πιθ. αναλογ. από το πρόθμ. ανα- και παρετυμολ. προς το ουσ. φαγί-φαγητό. Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ. με τον τύπ. αναφακάς.
Τα τρόφιμα που αποθηκεύονται για τον χειμώνα
ό.π.τ.
:
Ένα μηνού αναφαγά
(Προμήθειες ενός μηνός)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Να κόψει τα γιορόνια τα πρόγατα και να τα κάν’ ετλίκια, να κάν’ σο σπίτι τ’ χειμωνικό το ναφαγά
(Να σφάξει τα γέρικα τα πρόβατα και να τα κάνει παστουρμά, να φτιάξει για το σπίτι χειμωνιάτικες προμήθειες)
Φλογ.
-ΚΜΣ-ΚΠ190α
Συνών.
κισιλίχι