ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ανεβατός (επίθ.) ανεβατό [anevaˈto] Αραβαν., Φερτάκ. 'νεβατό [nevaˈto] Αραβαν., Γούρδ. Μεσν. ουσ. ἀνεβατόν, πβ. Χοῦμν. Κοσμογ. 2443-2444 «Τὸ Πάσχα αὐτοῦνο ἂς γίνεται, καὶ πάντοτε μὴν λείψη, καὶ ὅποιος φάγη ἀνεβατὸν θέλω τὸν ἐξαλείψει», το οπ. από το αρχ. επίθ. ἀναβατός = αυτός που μπορεί να ανεβεί.
1. Το ουδ. ως ουσ., το ψωμί που ζυμώνεται με προζύμι για να φουσκώσει Γούρδ., Φερτάκ.
2. Είδος κεντήματος Αραβαν. Πβ. τσεβρές