ανεβατός
(επίθ.)
ανεβατό
[anevaˈto]
Αραβαν., Φερτάκ.
'νεβατό
[nevaˈto]
Αραβαν., Γούρδ.
Μεσν. ουσ. ἀνεβατόν, πβ. Χοῦμν. Κοσμογ. 2443-2444 «Τὸ Πάσχα αὐτοῦνο ἂς γίνεται, καὶ πάντοτε μὴν λείψη, καὶ ὅποιος φάγη ἀνεβατὸν θέλω τὸν ἐξαλείψει», το οπ. από το αρχ. επίθ. ἀναβατός = αυτός που μπορεί να ανεβεί.
1. Το ουδ. ως ουσ., το ψωμί που ζυμώνεται με προζύμι για να φουσκώσει
Γούρδ., Φερτάκ.