ανεξέρασμα
(ουσ. ουδ.)
'νιξέρασμα
[niˈkserazma]
Μαλακ.
Πληθ.
'νιξεράσματα
[nikseˈrazmata]
Μαλακ.
Από το ρ. ανεξερώ, όπου και τύπ. 'νιξερώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.