ανίκι
(ουσ. ουδ.)
ανίκι
[aˈnici]
Τελμ.
Από το τουρκ. ουσ. enik = μικρό ζώου, κουτάβι.
Πβ.
φινίκος
Τροποποιήθηκε: 20/08/2025