ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ανίκι (ουσ. ουδ.) ανίκι [aˈnici] Τελμ. Από το τουρκ. ουσ. enik = μικρό ζώου, κουτάβι. Πβ. φινίκος
Κουτάβι : Τα ανίκια εbόισαν, και εγέναν με το μπόι μ’ μπαραbάρι (Τα σκυλάκια μεγάλωσαν και έγιναν ίδιο ύψος με μένα) Τελμ. -Dawk. Συνών. γκουντί, κουλάκι, ταζί
Τροποποιήθηκε: 20/08/2025