άνιφτος
(επίθ.)
άνιφτο
[ˈanifto]
Αξ., Αραβαν., Ποτάμ., Φλογ.
άνιφτου
[ˈaniftu]
Μαλακ.
Αρχ. επίθ. ἄνιπτος.
Τροποποιήθηκε: 08/01/2025