ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ανήμερα (επίρρ.) ανήμερα [aˈnimera] Μαλακ., Σινασσ. 'νήμερα [ˈnimera] Φάρασ. 'νήμερο [ˈnimerο] Φάρασ. Μεσν. επίρρ. ἀνήμερα, από το μεσν. ἐνήμερα (πβ. Πανάρ. σ. 75 «ἐνήμερα τῇ μεγάλῃ Τρίτῃ»), το οπ. από αρχ. φρ. ἐν ἡμέρᾳ.
Ανήμερα, την ίδια ημέρα ό.π.τ. : Κρέμασαν τον π͑ατ͑ρίκη μας τον 'έγα Πάσκα 'νήμερο (Κρέμασαν τον Πατριάρχη μας ανήμερα την ημέρα της Ανάστασης) Φάρασ. -Αναστασ.