ανεμοστρόφημα
(ουσ. ουδ.)
ανεμοστρόφημα
[anemoˈstrofima]
Τελμ.
Από τα ουσ. άνεμος και αμάρτ. στρόφημα (βλ. μεσν. ουσ. στρούφημα = στροφή, LBG). Πβ. και νεότ. ουσ. ἀνεμοστροφή = ανεμοστρόβιλος και αρχ. επίθ. ἀνεμόστροφος.