ανεξερατιό
(ουσ. ουδ.)
'νεξερατιό
[nekseraˈtço]
Σινασσ.
Από το πρόθμ. ανα- και το ήδη νεότ. ουσ. ξερατεῖον (Λεξ. Βλάχ., λ. ξέρασμα).