ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ανέσια (επίρρ.) ενέσια [eˈnesça] Τελμ. Από το μεσν. επίρρ. ἀνέσια = ήσυχα, πβ. Διγ. Esc. 795-796 «ἐπῆγεν καὶ ἐπέζευσεν | καὶ ἀνέσια ἐσύντυχεν τὸν πρωτοστράτορά του» (Λεξ. Κριαρ. λλ. ανέσι, ανέσια), με υποχωρητ. αφομ. [a-e] > [e-e].
Με ήσυχο τρόπο· η λ. μόνο σε άσμ. : || Ασμ. Να ήρθ' αγάλια αγάλια, να ήρθ' ενέσια ενέσια,
να παίρνισκα, Χάρε, τα κλειδιά, Παράδεισ' τ’ αναχτήρια,
να άνοιζα τον Παράδεισο ν' ιδώ μέσα τσι είναι
((Nα ερχόμουν αθόρυβα, να ερχόμουν ήρεμα ήρεμα,
να έπαιρνα, χάρε, τα κλειδιά, τα κλειδιά του Παραδείσου,
να άνοιγα τον Παράδεισο, να δω ποιος είναι μέσα))
Τελμ. -Dawk.Song.
Συνών. αγάλια :2, αγαληνά, γιαβάς