ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιαβάς (επίρρ.) γιαβάς̑ [ʝaˈvaʃ] Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Τελμ., Φάρασ. γιαβάσ̑α [ʝaˈvaʃa] Δίλ., Μαλακ., Ουλαγ., Σατ., Τελμ., Τσουχούρ., Φάρασ. Από το τουρκ. επίρρ. yavaş (yavaş) = α) αργά β) σιγανά, χαμηλόφωνα. O τὐπ. γιαβάσ̑α με το ελλ. επιρρηματ. επίθμ. ή από το τουρκ. επίρρ. yavaşça = α) αργά β) σιγανά, χαμηλόφωνα.
1. Βαθμιαία, σταδιακά, αργά (κατά κανόνα με επανάληψη της λέξης για επίταση) ό.π.τ. : Γιαβάς̑-γιαβάσ̑α πήγε, έμη ντο κελλέρ' (Προχώρησε σιγά σιγά, μπήκε στην σπηλιά) Ουλαγ. -Dawk. Αμ μπέμ' εκεί, γιαβάσ̑α-γιαβάσ̑α έπαρ' ένα καϊγιά (Όταν μπούμε εκεί, πάρε σιγά-σιγά μιά πέτρα) Τελμ. -Dawk. Γιαβάσ̑α βρέχ' (Σιγοβρέχει) Δίλ. -Κωστ.Μ. Σα ομbροτσ̑ινά τα μέρεζ ναίκα φοβότουν άμ-μα γιαβάς̑-γιαβάς̑ άρχεψε να το αλıσ̑τι̂́σ̑' και ντε φοβότουν (Τις πρώτες μέρες η γυναίκα φοβόταν αλλά σιγά-σιγά άρχισε να το συνηθίζει και δεν φοβόταν) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Γιαβάς̑-γιαβάς̑ να μποίκουμ' ντ' όργου (Σιγά-σιγά να κάνουμε την δουλειά) Μισθ. -Κοτσαν. 'στέρου γιαβάσ̑α γιαβάσ̑α πηάγαν σου Καβάρη το κάdζι (Έπειτα πήγαν σιγά-σιγά στον βράχο του Καβάρη) Σατ. -Παπαδ. Συνών. αγάλια :1, αργά :1, βαριά, χερά :1
2. Σιγανά, χαμηλόφωνα Μισθ., Σατ. : Γιαβάς̑-γιαβάς̑ να γκιαλαέψουμ' μη μας πάρ'νι χαμπάρ' (Σιγά-σιγά θα μιλάμε, για να μη μας πάρουνε χαμπάρι) Μισθ. -Κοτσαν. Τζας βρίσκιν τα ζόρε, γιανασ̑τέγκιν σ’ ε μιτσίκκο κορτζόκκο τζ̑αι γιαβάσ̑α γιαβάσ̑α λέγκιν τα ατό του 'υρεύει (Όταν έβρισκε τα ζόρια, πλησίαζε σε ένα μικρό κοριτσάκι και πολύ σιγά του έλεγε αυτό που θέλει) Σατ. -Παπαδ. Συνών. αγαληνά, αγάλια :2, ανέσια