ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιαγκλίσι (ουσ. ουδ.) γιανgλίσι [ʝaŋˈglisi] Σίλ. γιανgλι̂́σ̑α [ʝaŋˈglɯʃa] Φλογ. γιαγνίσ̑ι [ʝaˈɣniʃi] Φάρασ. γιαγνι̂́σ̑α [ʝaˈɣŋɯʃa] Ποτάμ., Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. yanlış (παλαιότ. yaŋlış) = λανθασμένος. Ο τύπ. γιαγνίσι τουλάχιστον από το 1840, πβ. Βυζ. Βαβυλων. 80 «ἐγὼ γιαγνῆσι μέτρησα».
1. Ως επίθ., λανθασμένος ό.π.τ.
2. Ως ουσ., λάθος, σφάλμα Φάρασ. : Τσ̑οχπίρ 'ρτι-αίνκανε τα γιαγνίσ̑α μου (Σπάνια διόρθωναν τα λάθη μου) Φάρασ. -Bağr. Συνών. γαμπαάτσι, γιανλισλίκι, σούτσι
3. Ως επίρρ., λάθος, στραβά, εσφαλμένα Ποτάμ., Φλογ. : Το χεσάπι μ' ποίκα το γιανgλι̂́σ̑α (Τον λογαριασμό μου τον έκανα εσφαλμένα) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361