γιαβρού
(ουσ. ουδ.)
γιαβρoύ
[ʝaˈvru]
Ανακ., Αξ., Δίλ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλατ., Τελμ., Φάρασ., Φκόσ.
γιαβρι̂́
[ʝaˈvrɯ]
Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ.
Κλητ.
γιάβρoυ
[ˈʝavru]
Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλατ., Φάρασ., Φλογ.
γιάβρι
[ˈʝavri]
Αξ.
Πληθ.
γιαβρoύδια
[ʝaˈvruðʝa]
Σίλατ., Τελμ.
γιαβρία
[ʝaˈvria]
Ουλαγ.
γιάβρoυζια
[ˈʝavruzʝa]
Σεμέντρ.
γιαβρoυλάρι̂μ
[ʝavruˈlarɯm]
Αξ., Τροχ., Φλογ.
γιαβρούλαρουμ
[ʝaˈvrularum]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. yavru = α) μικρό ζώο ή πουλί β) μικρό παιδί, όπου και διαλεκτ. τύπ. yavrı. Ο τύπ. πληθ. γιαβρoυλάρι̂μ από το τουρκ. yavrularım = παιδιά μου. Ο αναβιβασμός του τόνου στους τύπ. γιάβρου, γιάβρι, γιάβρουζια μόνο όταν ακολουθείται από την κτητ. αντων., κατά τα τουρκ. πρότυπα των τύπ. yavrum, yavrım.
1. Νεογέννητο ζώο ή πουλί
Αξ., Δίλ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλατ., Τελμ., Φάρασ.
:
Να πες να πάρεις σκϋλιΰ γιαβρούδια πούρμι ν' ανοίξουν τα μάτσ̑α τουν
(Να πας να πάρεις δυο νεογέννητα κουτάβια που δεν έχουν ανοίξει τα μάτια τους)
Τελμ.
-Dawk.
Ιτσ̑ά ντα γιαβρία χερ ντο χρόνος τρώισ̑γκεν ντα ντο φίχ'
(Αυτά τα πουλάκια τα έτρωγε κάθε χρόνο το φίδι)
Ουλαγ.
-Dawk.
Ετό μάνα τ' αγνάνdινεν ασ' σα γιαβρούδια τ'
(Αυτόν η μάνα (των πουλιών) τον έβλεπε από (εκεί που καθόταν με) τα πουλάκια της)
Σίλατ.
-Dawk.
2. Νεογέννητο παιδί
Μισθ.
:
Ήβ'ριν ντου γιαβρού τ' 'ς νεκκλησ̑ά
(Έφερε το μωρό του στην εκκλησία)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
μαχτσουμόκκο, μαχτσούμι, ταζός :4, τσανός
β.
Με γεν. κτητ. αντων. α' προσ., στην φρ. «Παιδί μου!» ή «Μωρό μου!»
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Τροχ., Φάρασ., Φκόσ., Φλογ.
:
Γιαβρού μ', για δεν είπες «Κύριε, 'σού Χριστέ», όταν το πήρες το φόρεμα;
(Παιδί μου, γιατί δεν είπες «Κύριε Ιησού Χριστέ», όταν το πήρες το φόρεμα;
)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ
Κοιμήσ', γιαβρού μ', να λιαρώεις
(Κοιμήσου. μωρό μου, να γίνεις καλά
)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Γιάβρου μ', βασ̑ιλιό ντεν έχουμ'
(Παιδί μου, βασιλιά δεν έχουμε
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Γιάβρου μ', σέκ’ του κάτ'!
(Παιδί μου, άσ' το κάτω!
)
Σεμέντρ.
-Στεφαν.
Ακούμ' αψά 'νι, γιαβρού μ', σ̑άν' πάους· ντα χτηνά αν ντα πηάσεις 'ντιαριά σου γιαϊλά, ντε γουβατλαντίζ'νι
(Ακόμα είναι νωρίς, παιδί μου, κάνει παγωνιά· αν πας τα γελάδια τώρα στο ψηλό λιβάδι, δεν θα παχύνουν
)
Μισθ.
-Φατ.
Γιαβρούδια μ', πλόμα εγώ
(Παιδιά μου, μόνο εγώ είμαι εδώ
)
Τελμ.
-Dawk.
Βαβά σας χάη· αμάν, γιάβρουζια μ', χαΐρ' ντεν έχ'τε
(Ο μπαμπάς σας πέθανε· αμάν, παιδιά μου, προκοπή δεν έχετε
)
Σεμέντρ.
-Στεφαν.
Tι μιασ̑άλ' να ειπει γιαβρούλαρουμ', τι να ειπώ;
(Tι παραμύθι να πει, παιδάκια μου, τι να πω;
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
γ.
Σε κλητική προσφώνηση ανεξαρτήτως της ηλικίας του προσφωνούμενου
Αξ., Τελμ., Φάρασ., Φλογ.
:
Αμάν, γιαβρού μ' τετέ, ό,τσ̑ι γκαι να ποίκεις ποίκε· εμένα γούλτω με
(Αμάν, γιαγιάκα, ό,τι είναι να κάνεις κάνε το· εμένα σώσε με
)
Τελμ.
-Dawk.
Ήρτε η γρα̈́ σο φίδι. «Γιάβρου μ'«», είπεν ντι κι, «μπώτς είπε ο βασιλός;»
(Ήρθε η γριά στο φίδι· «Καλή μου», ρώτησε αυτό, «τι είπε ο βασιλιάς;»
)
Φάρασ.
-Dawk.
Τι με βρεΐσ̑τετ', γιαβρoυλάρι̂μ;
(Γιατί με φωνάζετε, παλληκάρια μου;
)
Αξ.
-Dawk.