ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιαγιάνης (επίθ.) Πληθ. γιαγιάνια [ʝaˈʝaɲa] Μαλακ., Σίλατ. γιαγάνια [ʝaˈɣaɲa] Σίλατ. γιαγένια [ʝaˈʝeɲa] Ποτάμ., Τζαλ. γιγένια [ʝiˈʝeɲa] Τροχ. γιαάχ̇ια [ʝaˈaxʝa] Μισθ. γιάχ̇ια [ˈʝaxʝa] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. yaya, όπου και παράγωγος τύπ. yayan = α) παλαιότ., πεζικάριος, πεζός στρατιώτης β) πεζός.
1. Πεζός, στρατιώτης του πεζικού· μόνο σε άσμ. Ποτάμ., Σίλατ., Τζαλ. : || Ασμ. Κι αν πάρω ’γώ το κάστρο τ’ είν’ τα δώρα μου;
Γιαγένια παλληκάρια ας είν’ οι δούλοι σου
(Κι αν πάρω 'γώ το κάστρο τι θα 'ν' τα δώρα μου;Πεζοί πολεμιστές ας είν' οι δούλοι σου) Τζαλ. -ΚΜΣ-ΚΠ342
Συνών. αγιάχος
2. Ο πληθ. ως επίρρ., πεζή, με τα πόδια Μαλακ., Μισθ., Τροχ. : Ερόδουσι μι 'α πτάρια, γιαάχ̇ια (Ερχόσουν με τα πόδια, πεζή) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ση Ναξό γιγένια με τα πόδια πήγαιναμ’ (Στην Αξό πηγαίναμε πεζή με τα πόδια) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ.