ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιαβάνι (επίθ.) γιαβάνι [ʝaˈvani] Φάρασ. γιαβάν' [ʝaˈvan] Αξ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Φλογ. Πληθ. γιαβάνια [ʝaˈvaɲa] Αξ., Μισθ. Από το τουρκ. επίθ. yavan = α) άπαχος, χωρίς λάδι ή βούτυρο β) άγευστος γ) δυσάρεστος. Η λ. και Βιθυν. Θράκ. Πόντ. (ΙΛΝΕ, λ. γιαβάνης).
1. Για φαγητά, άπαχος, νερόβραστος, σκέτος, άνοστος ό.π.τ. : -Ντου γιαβάν' ντου φαΐ που λεν μαράσκηνου φαΐ, γιαβάν' ντέ 'νι; -Εκείνου έχ' του μαράσκηνου (-Το νερόβραστο το φαΐ που το λένε δαμασκηνάτο, δεν είναι άνοστο; -Εκείνο έχει το δαμάσκηνο) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Γιαβάν' φαγί (Νερόβραστη σούπα) Μαλακ. -Τζιούτζ. Γιαβάν' 'ναι, δέ 'ναι γιαγλού (Είναι άπαχο, δεν είναι λιπαρό) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 || Φρ. Γιαγλί-γιαβάν (Παχύ-άπαχο˙ τυρί από πρόσμειξη λιπαρού και άπαχου γάλακτος) Σίλατ. -Νίγδ.-Σταμ. Συνών. σορβαλού
2. Στον πληθ., ως επίρρ., δυσάρεστα, ψυχρά Αξ. : Ντράνισκαν μας γιαβάνια-γιαβάνια κι έφεγναν (Μας κοιτούσαν ψυχρά-ψυχρά κι έφευγαν) Αξ. -Παυλίδ.