ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

για (III) (μόρ.) για [ʝa] Σινασσ., Τελμ. Από το μεσν. προτρεπτικό μόρ. γιά < αρχ. μόρ. εἶα με συνίζ. (βλ. ΙΛΝΕ, λ. για ΙΙ).
Δηλώνει προτροπή ή έντονο ενδιαφέρον ό.π.τ. : Για να με κτίσεις το παλάτ' που θέλω 'γώ κι όπως το θέλω, και να σε ποίκω νύφη μ' (Για χτίσε μου το παλάτι που θέλω εγώ κι όπως το θέλω, και θα σε κάνω νύφη μου) Σινασσ. -Αρχέλ. || Ασμ. Για σήκ' απάνω, νύφη μου, και μη αναστενάζεις Σινασσ. -Αρχέλ. Για πες, για πες αφένdη μου, τι είναι τ' όνομά σου; (Για πες, για πες αφέντη μου, ποιο είναι το όνομά σου;) Σινασσ. -Αρχέλ. Σήκω και σύ, αξένε, κάτσου πισκεφαλάδι.
Για δάκε ασ' σο μαράσκηνο, γιά δάκ' ασ' σο σταφύλι
(Σήκω κι εσύ, ξένε, κάτσε στο προσκεφάλι.
Δάγκωσ' απ' το δαμάσκηνο, δάγκωσ' απ' το σταφύλι)
Τελμ. -Lag.
Για φά’, για πιε, ακρίτη μου, για βγάλε παιγνίδια
Ο Χάρος μάς εχάρισεν άλλα σαράνdα χρόνους
(Για φάε, για πιές, ακρίτη μου, για βγάλε μουσικά όργανα
Ο Χάρος μάς χάρισε άλλα σαράντα χρόνια)
Σινασσ. -Lag.
Συνών. άγω, άιντε, ας :1, ε, να