ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιαγκίνι (ουσ. ουδ.) γιανgίνι [ʝaŋˈɟini] Φάρασ. γιανgίν̑ι [ʝaŋˈɟiɲi] Σίλ. γιανgίν' [ʝaŋˈɟin] Φλογ. γιαγίνι [ʝaˈʝini] Φάρασ. Πληθ. γιανγίνε [ʝanˈʝine] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. yangın = φωτιά.
1. Φωτιά, κάψιμο ό.π.τ. : Φάημα έκαψιν τα, μυρίζει γιανgίν̑ι (Το φαΐ το έκαψε, μυρίζει καμένο) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. εστία, λούλα :1, φωτιά
2. Πυρκαγιά ό.π.τ. : Γιανgι̂́ν’ δεν ξέρισκαμ’ σε πατρίδα (Πυρκαγιά δεν γνωρίσαμε στην πατρίδα) Φλογ. -ΚΜΣ-ΚΠ191
3. Ξηρασία Φάρασ. : Μέγον και μιτσίκκον γιανγίνε (Η μεγάλη και η μικρή ξηρασία) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. ξεραΐλα, ξερασάδα, ξερασιά
β. Σιτοδεία λόγω ξηρασίας Φάρασ.