γιαγίρι
(επίθ.)
γιαγι̂́ρ'
[ʝaˈɣɯr]
Αξ.
γιαγούρ'
[ʝaˈɣur]
Μπέηκ.
Πιθ. από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. yağır (< παλ. τουρκ. yaġır = πληγή, έγκαυμα) = α) πληγή στην πλάτη ζώου β) λεκές από λιπαρή ουσία γ) βρωμιά δ) παλιογυναίκα (THADS, λ. yağır Ι-III, VI,Tietze 2019: yağır).
1. Κακός, δυσάρεστος
Αξ.
:
Άελφή μ', τα λακιρντία τα γιαγι̂́ρια τα είπα σε, πισμάνεψα τα
(Αδελφή μου, τις κακές κουβέντες που σου είπα τις μετάνιωσα)
Αξ.
-Παυλίδ.
Είπα σε το, ετά αρχιώπ' γιαγι̂́ρια κείνdαι
(Σου το είπα, αυτοί οι άνθρωποι είναι κακοί)
Αξ.
-Παυλίδ.
Συνών.
κακός :1, μαύρος :2, πικρός :2, πίσι :1, φενά :1
2. Ως ουσ., κακός άνθρωπος, αγριάνθρωπος
ό.π.τ.
:
Τὄνα κειόταν γιαγι̂́ρ'
(Ο ένας ήταν κακός άνθρωπος)
Αξ.
-Dawk.
Καλά Τούρκοι άμα στον πόλεμο έγιναν γιαγιούρια
(Καλοί ήταν οι Τούρκοι, αλλά στον πόλεμο έγιναν αγριάνθρωποι)
Μπέηκ.
-ΚΜΣ-ΚΠ251
Συνών.
γιρσερτέρης