ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιαγίρι (επίθ.) γιαγι̂́ρ' [ʝaˈɣɯr] Αξ. γιαγούρ' [ʝaˈɣur] Μπέηκ. Πιθ. από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. yağır (< παλ. τουρκ. yaġır = πληγή, έγκαυμα) = α) πληγή στην πλάτη ζώου β) λεκές από λιπαρή ουσία γ) βρωμιά δ) παλιογυναίκα (THADS, λ. yağır Ι-III, VI,Tietze 2019: yağır).
1. Κακός, δυσάρεστος Αξ. : Άελφή μ', τα λακιρντία τα γιαγι̂́ρια τα είπα σε, πισμάνεψα τα (Αδελφή μου, τις κακές κουβέντες που σου είπα τις μετάνιωσα) Αξ. -Παυλίδ. Είπα σε το, ετά αρχιώπ' γιαγι̂́ρια κείνdαι (Σου το είπα, αυτοί οι άνθρωποι είναι κακοί) Αξ. -Παυλίδ. Συνών. κακός :1, μαύρος :2, πικρός :2, πίσι :1, φενά :1
2. Ως ουσ., κακός άνθρωπος, αγριάνθρωπος ό.π.τ. : Τὄνα κειόταν γιαγι̂́ρ' (Ο ένας ήταν κακός άνθρωπος) Αξ. -Dawk. Καλά Τούρκοι άμα στον πόλεμο έγιναν γιαγιούρια (Καλοί ήταν οι Τούρκοι, αλλά στον πόλεμο έγιναν αγριάνθρωποι) Μπέηκ. -ΚΜΣ-ΚΠ251 Συνών. γιρσερτέρης