ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιαγλής (επίθ.) γιαγλι̂́ [ʝaˈɣlɯ] Μαλακ., Μισθ., Σίλατ. γιαγλΰ [ʝaˈɣly] Σίλ. γιαγλούς [ʝaˈɣlus] Φάρασ. γιαγλού [ʝaˈɣlu] Ανακ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ. γιαχλού [ʝaʹxlu] Αξ. γιαλ̵ού [ʝaˈLu] Φλογ. Πληθ. γιαγλούδια [ʝaˈɣluðʝa] Μαλακ., Σινασσ. Από το τουρκ. επίθ. yağlı = α) λιπαρός β) λαδωμένος γ) μτφ., πλούσιος και γενναιόδωρος δ) επικερδής.
1. Λιπαρός Ανακ., Αξ., Μισθ., Σίλατ., Σίλ., Φάρασ. : Ντου φαΐ τσ̑όδουν πολύ γιαγλού (Το φαγητό ήταν πολύ λιπαρό) Μισθ. -Κοτσαν. Κατέβασ' νιούγ' γιαγλού μπαστουρμά, νιούγου σουτζούχ' (Κατέβασε λίγο ολόπαχο παστουρμά, λίγο σουτζούκι) Σίλ. -Εκμεκ. Γιαλ̵ού φαγί (Λιπαρό φαγητό) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Γιαγλΰ μπεξιμέdι (Παξιμάδι με λίπος) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 ’τον νόσ̑ουν γοτζ̑αμάν, πολύ γιαχλού ’χ̑τον (Όταν γινόταν μεγάλο (το γουρούνι), είχε πολύ λίπος) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 || Φρ. Γιαγλού ψωμί (Λιπαρό ψωμί˙ ψωμί ζυμωμένο με λίπος που καταναλώνεται το Πάσχα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Γιαγλί-γιαβάν (Παχύ-άπαχο˙ τυρί από πρόσμειξη λιπαρού και άπαχου γάλακτος) Σίλατ. -Νίγδ.-Σταμ.
2. Μτφ., πλούσιος Μισθ. : Ιτό φαινίdι γιαγλού (Αυτός φαίνεται πλούσιος) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Γαπτικό γιαγλού 'νι (Ο φιλαράκος είναι πλούσιος) Μισθ. -Μακρ. Συνών. βαϊριχλού, ζεγκίνης, παραλής, πλούσιος
3. Το ουδ. ως ουσ., λίπος Μισθ. Συνών. άλειμμα :2, βούτυρο :2
4. Το ουδ. ως ουσ., λιπαρό φαγητό με κρέας Σινασσ.