γιαγλής
(επίθ.)
γιαγλι̂́
[ʝaˈɣlɯ]
Μαλακ., Μισθ., Σίλατ.
γιαγλΰ
[ʝaˈɣly]
Σίλ.
γιαγλούς
[ʝaˈɣlus]
Φάρασ.
γιαγλού
[ʝaˈɣlu]
Ανακ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ.
γιαχλού
[ʝaʹxlu]
Αξ.
γιαλ̵ού
[ʝaˈLu]
Φλογ.
Πληθ.
γιαγλούδια
[ʝaˈɣluðʝa]
Μαλακ., Σινασσ.
Από το τουρκ. επίθ. yağlı = α) λιπαρός β) λαδωμένος γ) μτφ., πλούσιος και γενναιόδωρος δ) επικερδής.
1. Λιπαρός
Ανακ., Αξ., Μισθ., Σίλατ., Σίλ., Φάρασ.
:
Ντου φαΐ τσ̑όδουν πολύ γιαγλού
(Το φαγητό ήταν πολύ λιπαρό)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Κατέβασ' νιούγ' γιαγλού μπαστουρμά, νιούγου σουτζούχ'
(Κατέβασε λίγο ολόπαχο παστουρμά, λίγο σουτζούκι)
Σίλ.
-Εκμεκ.
Γιαλ̵ού φαγί
(Λιπαρό φαγητό)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Γιαγλΰ μπεξιμέdι
(Παξιμάδι με λίπος)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
’τον νόσ̑ουν γοτζ̑αμάν, πολύ γιαχλού ’χ̑τον
(Όταν γινόταν μεγάλο (το γουρούνι), είχε πολύ λίπος)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
|| Φρ.
Γιαγλού ψωμί
(Λιπαρό ψωμί˙ ψωμί ζυμωμένο με λίπος που καταναλώνεται το Πάσχα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Γιαγλί-γιαβάν
(Παχύ-άπαχο˙ τυρί από πρόσμειξη λιπαρού και άπαχου γάλακτος)
Σίλατ.
-Νίγδ.-Σταμ.
2. Μτφ., πλούσιος
Μισθ.
:
Ιτό φαινίdι γιαγλού
(Αυτός φαίνεται πλούσιος)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Γαπτικό γιαγλού 'νι
(Ο φιλαράκος είναι πλούσιος)
Μισθ.
-Μακρ.
Συνών.
βαϊριχλού, ζεγκίνης, παραλής, πλούσιος
4. Το ουδ. ως ουσ., λιπαρό φαγητό με κρέας
Σινασσ.