γιαγνατίζω
(ρ.)
γιαγνατίζω
[ʝaɣnaˈtizo]
Αφσάρ., Τσουχούρ.
γιαγνατίζου
[ʝaɣnaˈtizu]
Φάρασ.
ιγνατίζω
[iɣnaˈtizo]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. ağnamak = για ζώο, ξαπλώνω καταγής και κυλιέμαι.