γιαϊβάν
(επίθ.)
γιαϊβάν
[ʝaiˈvan]
Μισθ.
Από το τουρκ. επίθ. yayvan = ρηχός και επίπεδος.
Ρηχός
:
Γιαϊβάν κιαρχούν
(Ρηχό πιάτο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ντιαρίν 'ς ένα μέρους, τ' άλλου τ' ντου μορμόρ' ήταν γιαϊβάν
(Βαθύ σε ένα μέρος, το υπόλοιπο μνήμα ήταν ρηχό)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
φτενός