γιαϊλάς
(ουσ. ουδ.)
γιαϊλάς
[ʝaiˈlas]
Φάρασ., Φκόσ.
γιαϊλά
[ʝaiˈla]
Αξ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Φάρασ.
γαϊλάς
[ɣaiˈlas]
Κίσκ., Φάρασ., Φκόσ.
'αϊλάς
[aiˈlas]
Κίσκ., Φάρασ., Φκόσ.
'αϊλά
[aiˈla]
Φάρασ.
γαϊλάχ
[ɣaiˈlax]
Μισθ.
γιαγλάς
[ʝaˈɣlas]
Σινασσ.
γιαγλά
[ʝaˈɣla]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. yayla (< παλαιότ. yaylak ή yaylaġ) = α) οροπέδιο β) θερινός βοσκότοπος γ) τόπος παραθερισμού.
Θερινό βοσκοτόπι
ό.π.τ.
:
Έβγκη 'αϊλά ̇ κορντι-έσε το τσ̑αντίρι
(Βγήκε στο θερινό βοσκοτόπι. Έστησε την σκηνή του)
Φάρασ.
-Dawk.
Την άνοιξη παγάσκαμέν τα σον 'αϊλά τσαι καθούμεστε αdζ̑εί
(Την άνοιξη τα πηγαίναμε (ενν. τα γίδια) στο βοσκοτόπι, και μέναμε εκεί)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
'ν άνοιξ’ βγάλλιξαμ' ντα πράμαδα σου γαϊλάχ'
(Την άνοιξη βγάζαμε τα ζώα στο βοσκοτόπι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ακούμ' αψά 'νι, γιαβρού μ', σ̑άν' πάους· ντα χτηνά αν ντα πηάσεις 'ντιαριά σου γιαϊλά, ντε γουβατλανdίζ'νι
(Ακόμα είναι νωρίς, παιδί μου, κάνει παγωνιά· αν πας τα γελάδια τώρα στο ψηλό λιβάδι, δεν θα παχύνουν)
Μισθ.
-Φατ.
Το καλοτσαίριν οι Τούρτσοι φεύγουν πάνω στους γιαϊλάδες
(Το καλοκαίρι οι Τούρκοι φεύγουν πάνω στα οροπέδια)
Φάρασ.
-ΙΛΝΕ
Εκεί ήτουν γιαϊλάς, ζέστη τζούτουν
(Εκεί ήταν οροπέδιο, δεν έκανε ζέστη)
Φκόσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ371
Πβ.
βοσκή :2, μαλάκι