ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βοσκή (ουσ. θηλ.) βοσκή [voˈsci] Μισθ., Τζαλ., Τροχ. βοστσ̑ή [vosˈtʃi] Φάρασ. βοσ̑ή [voˈʃi] Φάρασ. Αρχ. ουσ. βοσκή.
1. Βοσκή ό.π.τ. : Στου βοσκή παίνιξαμ' 'ς Τούμπα (Στην βοσκή πηγαίναμε στην Τούμπα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Να πηάσου τα πράμαδα 'ς βοσκή (Θα πάω τα ζώα στην βοσκή) Μισθ. -Κοτσαν. Α ναίκα, 'γώ άβ' απιδέ 'στέρου ση βοστσ̑ή τζ̑ο πααίνου (Α, γυναίκα, εγώ πια από δω και πέρα δεν ξαναπηγαίνω στην βοσκή) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Συνών. βόσκημα, βόσκος, γκιντί
2. Βοσκοτόπι Τροχ., Φάρασ. : Ασ’ σο Λίμνα ερότουν πολύ νερό και κειότουν ένα βοσκή (Απ' την Λίμνα ερχόταν πολύ νερό και ήταν εκεί ένα βοσκοτόπι) Τροχ. -ΚΜΣ-ΚΠ289 Συνών. μαλάκι, Πβ. γιαϊλάς