βοσκή
(ουσ. θηλ.)
βοσκή
[voˈsci]
Μισθ., Τζαλ., Τροχ.
βοστσ̑ή
[vosˈtʃi]
Φάρασ.
βοσ̑ή
[voˈʃi]
Φάρασ.
Αρχ. ουσ. βοσκή.
1. Βοσκή
ό.π.τ.
:
Στου βοσκή παίνιξαμ' 'ς Τούμπα
(Στην βοσκή πηγαίναμε στην Τούμπα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Να πηάσου τα πράμαδα 'ς βοσκή
(Θα πάω τα ζώα στην βοσκή)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Α ναίκα, 'γώ άβ' απιδέ 'στέρου ση βοστσ̑ή τζ̑ο πααίνου
(Α, γυναίκα, εγώ πια από δω και πέρα δεν ξαναπηγαίνω στην βοσκή)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Συνών.
βόσκημα, βόσκος, γκιντί
2. Βοσκοτόπι
Τροχ., Φάρασ.
:
Ασ’ σο Λίμνα ερότουν πολύ νερό και κειότουν ένα βοσκή
(Απ' την Λίμνα ερχόταν πολύ νερό και ήταν εκεί ένα βοσκοτόπι)
Τροχ.
-ΚΜΣ-ΚΠ289
Συνών.
μαλάκι, Πβ.
γιαϊλάς