βουζλάιμα
(ρ.)
βουζλάιμα
[vuzˈlaima]
Μισθ.
Από το ρ. βουζλαΐζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Βουητό
Συνών.
λαλιά
Τροποποιήθηκε: 06/02/2025