βουλίζω
(ρ.)
βουλίζω
[vuˈlizo]
Αξ.
Από το μεσν. ρ. βουλλίζω = σφραγίζω, το οπ. από το μεσν. ουσ. βούλλα και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Σφραγίζω
Συνών.
βουλώνω, μουχουρλατίζω, φραΐζω