φραΐζω
(ρ.)
Αόρ.
φρόισα
[ˈfroisa]
Φάρασ.
Μτχ.
φραϊσμένο
[fraiˈzmeno]
Ανακ., Μισθ.
φροϊσμένο
[froiˈzmeno]
Φάρασ.
Από το αρχ. ρ. σφραγίζω με αποβολή του αρκτικού [s] και του μεσοφωνηεντικού /ɣ/.
1. Σφραγίζω
Φάρασ.
:
Είχ' α χαρτίο φροϊσμένο ν'τα φέρω σο σέτρον το βασιλό
(Είχα ένα γράμμα σφραγισμένο να το φέρω στο βασιλιά σας)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Έμbασέν τα 'ς ε δερματώνιν ζάρφι, φρόισέν τα μη τα ψάλει
(Το έβαλε σ' ένα δερμάτινο φάκελο, το σφράγισε για να μην το διαβάσει)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
2. Η μτχ., ευλογημένος, διαβασμένος
Μισθ.
:
Βρήκαμε στην εκκλησιά το φραϊσμένο ψωμί της Αΐ-Μακρίνας
(Βρήκαμε στην εκκλησία τον ευλογημένο άρτο της Αγ. Μακρίνας)
Μισθ.
-ΚΜΣ-ΚΠ243
Συνών.
βασιλικὀς :3
3. Ως μτχ. ως ουσ., η σφραγίδα με την οποία σφραγίζονται τα πρόσφορα
Ανακ.
Συνών.
φραϊστό, φροϊστήρι :1, Πβ.
μουχούρι