ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φραϊστό (ουσ. ουδ.) φραϊστό [fraiˈsto] Ανακ., Ποτάμ. Από το μεταγν. επίθ. σφραγιστός (LSJ)· η ουσιαστικοπ. με την σημ. ‘εσφραγισμένο πρόσφορο’ μεσν., πβ. Νεόφ. Προδρομ. 39.346 «Εἰς τὸ σφραγιστὸν τοῦ Προδρόμου».
Σφραγίδα του πρόσφορου Συνών. φραΐζω