φροκάλημα
(ουσ.)
φoκάλημα
[fοˈkalima]
Σίλ.
φoυκάλημα
[fuˈkalima]
Σίλ.
φκάλημα
[ˈfkalima]
Μισθ., Ουλαγ.
φ΄κάλεμα
[ˈfkalema]
Αξ., Αραβαν.
Νεότ. ουσ. φροκάλημα (βλ. Λεξ. Σομ., λ. φιλοκάλημα), το οπ. από το μεσν. ουσ. φιλοκάλημα.
Σκούπισμα
ό.π.τ.
:
Τσι φοκάλημά 'ναι τούτου;
(Τι σκούπισμα είναι αυτό;)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ούτσ̑α φκάλημα μι να π'κείς 'τον;
(Τέτοιο σκούπισμα θα έκανες;)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Χοκτίζουν δα ναυλές, κρεύ'νι φ'κάλημα
(Βρωμάνε οι αυλές, θέλουν σκούπισμα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.