ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φροκάλημα (ουσ.) φoκάλημα [fοˈkalima] Σίλ. φoυκάλημα [fuˈkalima] Σίλ. φκάλημα [ˈfkalima] Μισθ., Ουλαγ. φ΄κάλεμα [ˈfkalema] Αξ., Αραβαν. Νεότ. ουσ. φροκάλημα (βλ. Λεξ. Σομ., λ. φιλοκάλημα), το οπ. από το μεσν. ουσ. φιλοκάλημα.
Σκούπισμα ό.π.τ. : Τσι φοκάλημά 'ναι τούτου; (Τι σκούπισμα είναι αυτό;) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ούτσ̑α φκάλημα μι να π'κείς 'τον; (Τέτοιο σκούπισμα θα έκανες;) Ουλαγ. -Κεσ. Χοκτίζουν δα ναυλές, κρεύ'νι φ'κάλημα (Βρωμάνε οι αυλές, θέλουν σκούπισμα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.