ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φρύδι (ουσ. ουδ.) φρύτ' [ˈfrit] Φερτάκ. φρύρ' [ˈfrir] Αραβαν. φρύγ̑' [ˈfriʝ] Αξ., Ουλαγ. φιρύρι [fiˈriri] Σίλ. φρύι [ˈfrii] Ουλαγ. Γεν. φρυού [fri'u] Ουλαγ. Πληθ. οφρύδια [oˈfriðʝa] Κίσκ. φρύδια [ˈfriðʝa] Μαλακ., Μισθ., Σινασσ. φρύδε [ˈfriðe] Φάρασ. φρύγια [ˈfriʝa] Αξ., Γούρδ., Φερτάκ. φρύρια [ˈfrirʝa] Αραβαν. φρύα [ˈfria] Ουλαγ. Μεσν. ουσ. φρύδι (< μεταγν. ὀφρύδιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. ὀφρῦς). Ο τύπ. φρύτ' με κλειστοπ. του [ð] > [t] και αποβολή του άτονου [i]. Ο τύπ. φρύρ' με κανονική τροπή του [ð] > [r] στο ιδίωμα του Αραβανίου (Φωστέρης & Κεσίσογλου 1960: 4-5). Ο τύπ. φιρύρι από τύπ. φρύρ' με ανάπτ. [i]. Ο τύπ. φρύι με αποβολή του μεσοφωνηεντ. [ð].
1. Φρύδι ό.π.τ. : || Φρ. Πήγε να βάλει φρύδια κι έβγαλε μάτια (Πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος˙ του συνέβη το αντίθετο από αυτό που επεδίωκε) Σινασσ. -Αρχέλ. Τρία-Φά' κάτα μας τα φρύρια (Τρία-Φάε της γάτας μας τα φρύδια˙ παιγνιώδης απάντηση στον αριθμό "3") Αραβαν. -Φωστ. || Παροιμ. 'φήνει 'σ' τα φτάλμε· κλαί' 'σ' τα φρύδε (Αφήνει από τα μάτια, κλαίει από τα φρύδια˙ για όσους προσποιούνται) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. γάσι :1, κιπρίκι
2. Στον πληθ., τα αναχώματα από τις δύο μεριές του αυλακιού Αξ.