φρύγω
(ρ.)
φρύγω
[ˈfriγo]
Αξ., Μαλακ., Σινασσ., Φλογ.
φρύζω
[ˈfrizo]
Σινασσ.
Αόρ.
έφρυξα
['efriksa]
Μαλακ.
Μτχ.
φρυγμένου
[friγˈmenu]
Μαλακ.
Από το αρχ. ρ. φρύγω. Ο τύπ. φρύζω από τον μεσν. τύπ. φρύσσω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ζω με βάση τον αόρ. έφρυξα.
2. Στεγνώνω κάτι σιγά σιγά στη φωτιά ή στον ήλιο
Αξ., Μαλακ., Φλογ.
:
Τα τσόλια μ' φρύγαν
(Τα ρούχα μου στέγνωσαν στη φωτιά)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
ξεραίνω, ξερώνω