ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φρύγω (ρ.) φρύγω [ˈfriγo] Αξ., Μαλακ., Σινασσ., Φλογ. φρύζω [ˈfrizo] Σινασσ. Αόρ. έφρυξα ['efriksa] Μαλακ. Μτχ. φρυγμένου [friγˈmenu] Μαλακ. Από το αρχ. ρ. φρύγω. Ο τύπ. φρύζω από τον μεσν. τύπ. φρύσσω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ζω με βάση τον αόρ. έφρυξα.
1. Ξεροψήνω, καβουρδίζω Μαλακ., Σινασσ. Συνών. καβουρντίζω
2. Στεγνώνω κάτι σιγά σιγά στη φωτιά ή στον ήλιο Αξ., Μαλακ., Φλογ. : Τα τσόλια μ' φρύγαν (Τα ρούχα μου στέγνωσαν στη φωτιά) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. ξεραίνω, ξερώνω