ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φσόκκο (ουσ. ουδ.) φσ̑όκκο [ˈfʃoko] Αφσάρ., Φάρασ. φσ̑όκ-κο [ˈfʃokko] Φάρασ. Από το ουσ. φσάχι και το υποκορ. επίθμ. -όκκο με ανομοιωτ. αποβολή του [x] (φσ̑αχόκκο > φσ̑αόκκο > φσ̑όκκο).
Μικρό παιδί ό.π.τ. : Πήρεν το φσ̑όκκο αμασία (Το μικρό παιδί έδωσε όρκο) Φάρασ. -Dawk. Σηκώθην ντο φσ̑όκκο (Σηκώθηκε το παιδάκι) Φάρασ. -Dawk. Τα πεμεινά του χωριού τα φσ̑όκκα τσ̑αι του γοντσ̑ηδίουν τουν πα’αίνκαν σα ρουσία (Τα άλλα του χωριού τ’ αγοράκια και των γειτόνων των, πήγαιναν στα βουνά κι έφερναν ξύλα) Φάρασ. -ΚΜΣ-Τραγ. Πήεν το φσ̑όκκο σο πεγάιδι, 'έμωσεν το βντόκκο (Πήγε το παιδί στο πηγάδι, γέμισε το ξύλινο μπουκάλι) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ.