φσόκκο
(ουσ. ουδ.)
φσ̑όκκο
[ˈfʃoko]
Αφσάρ., Φάρασ.
φσ̑όκ-κο
[ˈfʃokko]
Φάρασ.
Από το ουσ. φσάχι και το υποκορ. επίθμ. -όκκο με ανομοιωτ. αποβολή του [x] (φσ̑αχόκκο > φσ̑αόκκο > φσ̑όκκο).
Μικρό παιδί
ό.π.τ.
:
Πήρεν το φσ̑όκκο αμασία
(Το μικρό παιδί έδωσε όρκο)
Φάρασ.
-Dawk.
Σηκώθην ντο φσ̑όκκο
(Σηκώθηκε το παιδάκι)
Φάρασ.
-Dawk.
Τα πεμεινά του χωριού τα φσ̑όκκα τσ̑αι του γοντσ̑ηδίουν τουν πα’αίνκαν σα ρουσία
(Τα άλλα του χωριού τ’ αγοράκια και των γειτόνων των, πήγαιναν στα βουνά κι έφερναν ξύλα)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Τραγ.
Πήεν το φσ̑όκκο σο πεγάιδι, 'έμωσεν το βντόκκο
(Πήγε το παιδί στο πηγάδι, γέμισε το ξύλινο μπουκάλι)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.