ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φτάλμι (ουσ. ουδ.) φτάλμιν [ˈftalmin] Φάρασ. φτάλμι [ˈftalmi] Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Φάρασ., Φκόσ. Πληθ. φτάλμε [ˈftalme] Σατ., Φάρασ. φτάλμα [ˈftalma] Τσουχούρ. Από το μεταγν. ουσ. ὀφθάλμιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. ὀφθαλμός.
1. Μάτι ό.π.τ. : Τζιβά φτάλμε (Γαλάζια μάτια) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Έζεσανε το σογλί, μούχτσαν ντα σο τεπεκόζη το φτάλμι (Ζέσταναν το σουβλί, το έμπηξαν στο μάτι του κύκλωπα) Φάρασ. -Dawk. Στέρου το φσ̑άχι ήνοιξεν τα φτάλμε του τζ̑’ ήρτ’ ο νους του σο τσουφάλι του (Ύστερα το παιδί άνοιξε τα μάτια του και συνήλθε) Φάρασ. -Παπαδ. Καμμουτσά τα φτάλμα του, ήρτινι ο ύπνους του (Κλείνουν τα μάτια της, αποκοιμήθηκε) Τσουχούρ. -Παπαδ. Έθητσ̑ιν τα κοζλούχα σα φτάλμε του (Έβαλε τα γυαλιά στα μάτια του) Φάρασ. -ΚΜΣ-CD || Παροιμ. Στάθη, στάθη, δώτσεν ντο γιαρανό σό 'φτάλμι (στάθηκε, στάθηκε, χτύπησε τον γερανό στο μάτι˙ Για τους ανθρώπους, οι οποίοι αν και αργοπορούν, επιτυγχάνουν στο τέλος τους στόχους τους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Μο το χουλι-έρι δίτει τα τσ̑αι μο το βράδι βγκάλει το 'φτάλμι του (Με το κουτάλι το δίνει και με την ουρά (δηλ. την άκρη του κουταλιού) βγάζει το μάτι του˙ Αναφέρεται σε διπρόσωπους ανθρώπους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Τις τα έβγκαλεν ντo 'φτάλμι σου; - Ο αδεφό μου - Χαλέμου έν' ατσονdό φαθικά βγκαλμένο (Ποιος σου έβγαλε το μάτι σου; - Ο αδερφός μου - Γιαυτό είναι τόσο βαθιά βγαλμένο˙ Οι πιο κοντινοί σου άνθρωποι είναι συχνά αυτοί που σου κάνουν το μεγαλύτερο κακό) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. 'φήνει 'σ' τα φτάλμε· κλαί' 'σ' τα φρύδε (Αφήνει από τα μάτια, κλαίει από τα φρύδια˙ για όσους προσποιούνται) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Ασμ. Τα ’βά μας έν' ΄λτινούσκα
τα φτάλμε τ’ς είν' τσιβούσκα
(Τα αβγά μας είναι κοκκινωπά
τα μάτια της είναι γαλαζωπά )
Φάρασ. -Νίγδελ.Λ.
Συνών. μάτι
2. Στον πληθ., μάτιασμα : Ζινίθι κρεμάσκαμέν τα σου βοϊδού το τσ̑ουφάλι μη ντα κολλησουνε φτάλμε (Χάντρα κρεμούσα στο κεφάλι του βοδιού για μην κολλήσουν μάτιασμα, δηλ. να μην ματιαστούν) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Κόλλ'τσαν τα φτάλμε (Κόλλησαν μάτιασμα˙ Ματιάστηκαν) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. Συνών. μάτι
3. Πηγή αγιασμού, αγίασμα Φάρασ. : Αε-Χρυστιέσταμα το φτάλμι (Το αγίασμα του Αγίου Χρυσοστόμου) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. || Ασμ. Να υπάμι σο φτάλμιν του τζ̑ιπ μας 'ντάμα
να ευξοθούμ’ τζ̑αι 'τζ̑εί να ιδούμ’ το θάγμα
(Να πάμε στην πηγή του όλοι μας μαζί
να προσευχηθούμε και να εκεί να δούμε το θαύμα)
Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ.
Συνών. αγιασμός, ποδαριά, άγιασμα
4. Δωμάτιο Φκόσ. : Είχαμ’ σπίτα̈ ’πο έξι φτάλμα̈, ’πο οχτώ φτάλμα̈ (Είχαμε σπίτια με έξι δωμάτια, με οχτώ δωμάτια) Φκόσ. -ΚΜΣ-ΚΠ371 Σου 'πνώνουμ' το φτάλμι (Το υπνοδωμάτιο) Φκόσ. -ΚΜΣ-ΚΠ371 Συνών. οντάς
5. Ειδικότ., κλίτος ναού Φάρασ. : Το δεξιόν το φτάλμι (Το δεξί κλίτος) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ.
β. Το ένα εκ των δύο εκατέρωθεν σακκιών του δισακκίου ή της σέλλας Φάρασ. : || Παροιμ. Κρέμασ' το χαπικά μο τα δύο 'φτάλμε σο δισώμι σου· τα κα που 'κους 'κόνdα τα μπρό σου τσ̑αι τα κάμε κόνdα τα πίσου (Κρέμασε το δισάκκι με τα δύο σακκιά του στον ώμο σου· τα καλά που ακούς ρίχνε τα μπροστά σου και τα κακά ρίχνε τα πίσω ˙ Ας δίνουμε σημασία μόνο στα θετικά που λένε για εμάς και όχι στα αρνητικά) -Κελεκ.