ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ποδαριά (ουσ. θηλ.) πουδαριά [puðaˈrʝa] Μαλακ. ποδαρα̈́ [poðaˈræ] Φάρασ. ποραδα̈́ [poraˈðæ] Φάρασ. Μεσν. ουσ. ποδαρέα, το οπ. από το ουσ. ποδάρι, όπου και τύπ. πουδάρ', και το παραγωγ. επίθμ. -έα > -ιά.
1. Ίχνος ποδιού, πατημασιά Μαλακ.
2. Μέτρο μήκους, πόδι Μαλακ.
3. Πηγή ποταμού Φάρασ. Συνών. κεφαλιά
β. Ειδικότ., πηγή από όπου αναβλύζει αγιασμένο νερό Φάρασ. : Η ποδαρέ του Αεσμού βγαίνκεν στου κατζ̑ού τη ρίζα (Η πηγή του αγιασμου έβγαινε στη ρίζα του βράχου ) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ.
4. Θεμέλιο, βάση Φάρασ. : Η ποδαρα̈́ τ' άιου (Το θεμέλιο του ξωκκλησιού) Φάρασ. -Ανδρ.