ποδαρόχειλο
(ουσ. ουδ.)
πουδαρόσ̑ειλο
[puðaˈroʃilo]
Φλογ.
Από τα ουσ. ποδάρι και χείλος (θ. ποδαρ- και χείλ- με συνθ. φων. -ο- και παραγωγ. επίθμ. -ο).
Η άκρη του στρώματος που είναι από την πλευρά των ποδιών
Πβ.
κεφαλόχειλο