πλυσταριό
(ουσ. ουδ.)
πλυσταριό
[plistaˈrʝo]
Μισθ.
Από το ουσ. πλύστρα και το παραγωγ. επίθμ. -αριό με ανομοιωτική αποβολή του πρώτου [r] .