πνευματίζομαι ( ρ.
)
πνευματίζουμαι
[pnevmaˈtizume]
Φερτάκ.
πλεματίζουμαι
[plemaˈtizume]
Φερτάκ.
...
πνευματικός
(ουσ. ουδ.)
πλεματικός
[plematiˈkos]
Μισθ., Φερτάκ.
πλιματικός
[plιmatiˈkos]
Μισθ.
νεματσ̑ικός
[nematʃiˈkos]
Αραβαν.
Από το μεταγν. επιθ. πνευματικός. Η ουσιαστ. του αρσ. τύπ. ήδη μεταγν.
Εξομολόγος
ό.π.τ.
:
Να υπάγω σο νεματσ̑ικό να σταρώ εξομολόγησ̑η
(Να πάω στον πνευματικό να κάνω εξομολόγηση)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Πή΄ε στα’η στου πλιματικό τσι όρισεν ντου τι να ποίκει
(Πήγε και στάθηκε στον πνευματικό και του όρισε τι να κάνει)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.