ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πνευματικός (ουσ. ουδ.) πλεματικός [plematiˈkos] Μισθ., Φερτάκ. πλιματικός [plιmatiˈkos] Μισθ. νεματσ̑ικός [nematʃiˈkos] Αραβαν. Από το μεταγν. επιθ. πνευματικός. Η ουσιαστ. του αρσ. τύπ. ήδη μεταγν.
Εξομολόγος ό.π.τ. : Να υπάγω σο νεματσ̑ικό να σταρώ εξομολόγησ̑η (Να πάω στον πνευματικό να κάνω εξομολόγηση) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Πή΄ε στα’η στου πλιματικό τσι όρισεν ντου τι να ποίκει (Πήγε και στάθηκε στον πνευματικό και του όρισε τι να κάνει) Μισθ. -Κωστ.Μ.