ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ποδόρτι (ουσ.) ποδόρτι [poˈðorti] Σινασσ. ποδόρτ' [poˈðort] Ανακ., Ποτάμ., Σίλατ., Τζαλ., Φλογ. ποϊδόρτι [poiˈðorti] Φερτάκ. μποδόρτ’ [boˈðort ] Μαλακ. πιδόρτι [piˈðorti] Φερτάκ. πιdόρτ' [piˈdort] Φερτάκ. πογιόρτ' [poˈʝort] Αξ., Τροχ. πογέρτ' [poˈʝerti] Μισθ. πογέρκι [poˈʝerci] Μισθ. ποόρτ' [poˈort] Αξ. bϋγΰρτσ̑' [byˈʝyrtʃ] Μισθ. bιορτσ̑' [bʝortʃ] Μισθ. bοόρτσ̑' [bοˈortʃ] Μισθ. bο̈όρτσ̑' [bøˈortʃ] Μισθ. bο̈ο̈́ρτσ̑' [bøˈørtʃ] Μισθ., Σίλ. bο̈έρτσ̑' [bøˈertʃ] Μισθ. μπεέρτσ' [beˈerts] Τσαρικ. bϋΰρτσ̑' [byˈyrtʃ] Μισθ. ποδόχ' [poˈðox] Φλογ. πρότσ̑ι [ˈprotʃi] Σίλ. πορόφκι [boˈrofci] Σεμέντρ. bορόφκι [boˈrofci] Σεμέντρ. μπϋγιΰρτσ̑’ [byˈʝyrtʃ] Μισθ. πορόστι [poˈrosti] Γούρδ. πορόστσ̑ι [ˈporostʃi] Αραβαν. Από το μεσν. ουσ. ποδόρτιον, πβ. Αχμ. Ὀνειροκρ. 224 «τὸ γὰρ ποδόρτιον σκέπη ἐστὶ τοῦ ποδὸς», το οπ. από αμάρτ. ποδαρτἀριον (< ποδ- μεσν. ἀρτάρια) (βλ. Κορ. Ἄτ. 2,429-430, Χατζιδάκις 1910: 206, Dawkins 1921: 50). Για τις εξελίξεις του [ð] και την ενίοτε αποβολή του μεσοφωνηεντ. [ʝ] βλ. Dawkins (1916: 74-80). Ο σιλλιώτικος τύπος με ανομοιωτική αποβολή της άτονης συλλαβής [or] του πορόρτσ̑ι που προέκυψε με την σιλλιώτικη τροπή [ð>r] (Κωστάκης 1968: 39).
Κάλτσα ό.π.τ. : Δυό τζούφτιε ποδόρτια (Δυό ζευγάρια κάλτσες) Σινασσ. -Λεύκωμα Μέραζεν bοόρτσα (Μοίραζε κάλτσες (τη Μ. Παρασκευή η νύφη στους συγγενείς του γαμπρού)) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ντου bο̈ο̈́ρτσ̑' σ' τσ̑είdι μέγα (Η κάλτσα σου είναι μεγάλη) Μισθ. -Φατ. Σ̑άνοιξαμ' μαλλίτικα bιόρτσ̑α (Φτιάχναμε μάλλινες κάλτσες) Μισθ. -Κοτσαν. Πλεκίσις τα μι του πρότσ̑ι; (Μου έπλεξες την κάλτσα;) Σίλ. -Κωστ.Σ.