πολιτικά
(ουσ.)
πολιτικά
[politiˈka]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. politika (< ιταλ. politica) = α) πολιτική β) μτφ. , κολακεία ή εξαπάτηση σε συζήτηση (Redhouse, Tietze 2019: λ. politika)
Φιλοφρόνηση