πολιτειανός
(επίθ.)
πολιτειανός
[politçaˈnos]
Ανακ.
Από το ουσ. πολιτεία και το παραγωγ. επίθμ. -ανός.
Αυτός που έχει μεταναστεύσει στην Κωνσταντινούπολη