ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πολυέλαιο (ουσ. ουδ.) πολυέλαιο [poliʹeleo] Γούρδ. Πληθ. πολελεγούδια [poleleʹɣuðʝa] Φλογ. Από το μεσν. ουσ. πολυέλαιος.
Πολυέλαιος : Ανάβουν τα πολελεγούδια και το πρωί βγάλλουν λουτρουγιά (Ανάβουν τους πολυελαίους και το πρωί κάνουν λειτουργία) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812