πολύ
(επίρρ.)
πολύ
[poˈli]
Καππ.
Αρχ. επίρρ. πολύ.
Πολύ
Καππ.
:
Τρώισ̑κάμ' τα πολύ τα φασούλια
(Τα τρώγαμε πολύ τα φασόλια)
Ανακ.
-Cost.
Έπ'καν ένα παιί· πολύ αγάπινισ̑καν ντο
(Έκαναν ένα παιδί· πολύ το αγαπούσαν)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Βασιλιός πολύ χολιάζεται
(Ο βασιλιάς θυμώνει πολύ)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Πολύ οκουνιάρ' τσείδι ατό
(Πολύ τεμπέλης είναι αυτός)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Είρε το κορίτσι τ' πολύ χαιρασμένο
(Είδε το κορίτσ̑ι του πολύ χαρούμενο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Κειότανε πολύ φουqαρές
(Ήτανε πολύ φτωχός)
Φλογ.
-Dawk.
Δου Ρωσία τσόϊ τσόουν πολύ ζ̑αγκίν' κράτος
(Η Ρωσία τότε ήταν πολύ πλούσιο κράτος)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
πολύ έν-νες
(Πολύ έγινες˙ Το παράκανες)
-Κεσ.
|| Παροιμ.
Άρωπος τό κλώρ' πολύ, μαραινίσ̑κ' πολλά.
(Ο άνθρωπος που τριγυρίζει πολύ, μαθαίνει πολλά˙ Τα ταξίδια ανοίγουν το μυαλό)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Πολλά το ξεύρει πολύ κομbούται
(Αυτός που ξέρει πολλά γελιέται πολύ˙ Για όσους κάνουν τους πολύξερους)
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
ζόρια